υπερκειμενικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερκειμενικός < υπερκείμεν(ο) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
υπερκειμενικός, -ή, -ό
- (πληροφορική) που έχει σχέση με υπερκείμενο (hypertext) ή υπερκείμενα, που αφορά υπερκείμενο ή υπερκείμενα ή τον τρόπο με τον οποίο αυτά διασυνδέονται
- υπερκειμενικές πληροφορίες, υπερκειμενικό έγγραφο
- υπερκειμενική σήμανση, υπερκειμενική μεταφορά
Συγγενικά επεξεργασία
- υπερκειμενικά (επίρρημα)
- υπερκείμενο
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπερκειμενικός