Δείτε επίσης: υπερκειμενικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερκείμενος η υπερκείμενη το υπερκείμενο
      γενική του υπερκείμενου της υπερκείμενης του υπερκείμενου
    αιτιατική τον υπερκείμενο την υπερκείμενη το υπερκείμενο
     κλητική υπερκείμενε υπερκείμενη υπερκείμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερκείμενοι οι υπερκείμενες τα υπερκείμενα
      γενική των υπερκείμενων των υπερκείμενων των υπερκείμενων
    αιτιατική τους υπερκείμενους τις υπερκείμενες τα υπερκείμενα
     κλητική υπερκείμενοι υπερκείμενες υπερκείμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερκείμενος < αρχαία ελληνική ὑπερκείμενος < ὑπέρκειμαι < ὑπέρ + κεῖμαι

  Επίθετο

επεξεργασία

υπερκείμενος, -η, -ο

  1. (λόγιο) που υπέρκειται
  2. (ουσιαστικοποιημένο) υπερκείμενη
  3. (ουσιαστικοποιημένο) υπερκείμενο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • υπερκείμενοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • υπερκείμενος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)