Ετυμολογία

επεξεργασία
υπέρκειμαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπέρκειμαι[1]

υπέρκειμαι, μόνο στον ενεστώτα

Σημειώσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία