→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπερκείμενη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου υπερκείμενος < αρχαία ελληνική ὑπερκείμενος < ὑπέρκειμαι < ὑπέρ + κεῖμαι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπερκείμενη θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία