υπερκείμενη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερκείμενη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου υπερκείμενος < αρχαία ελληνική ὑπερκείμενος < ὑπέρκειμαι < ὑπέρ + κεῖμαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπερκείμενη θηλυκό
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις υπέρκειμαι και κείμαι
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπερκείμενη
|
Πηγές
επεξεργασία- υπερκείμενος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: υπερκείμενος