συναλληλία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συναλληλία < μεσαιωνική ελληνική συναλληλία[1] < συνάλληλος < αρχαία ελληνική σύν + ἀλλήλων
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.na.liˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐ναλ‐λη‐λί‐α
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συν‐αλ‐λη‐λί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυναλληλία θηλυκό
- (φιλοσοφία) η ιδιότητα του συνάλληλου, που αφορά έννοιες που υπάγονται σε άλλη γενικότερη και ανώτερη, την υπερκείμενη
- (λόγιο, μεταφορικά) αλληλεγγύη, αλληλοβοήθεια, αλληλοϋποστήριξη
Μεταφράσεις
επεξεργασία συναλληλία
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συναλληλία - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Πηγές
επεξεργασία- συναλληλία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συναλληλία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- συναλληλία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: συνάλληλος