↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συναλληλία οι συναλληλίες
      γενική της συναλληλίας των συναλληλιών
    αιτιατική τη συναλληλία τις συναλληλίες
     κλητική συναλληλία συναλληλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συναλληλία < μεσαιωνική ελληνική συναλληλία[1] < συνάλληλος < αρχαία ελληνική σύν + ἀλλήλων

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.na.liˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐ναλ‐λη‐λί‐α
τυπογραφικός συλλαβισμός: συν‐αλ‐λη‐λί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συναλληλία θηλυκό

  1. (φιλοσοφία) η ιδιότητα του συνάλληλου, που αφορά έννοιες που υπάγονται σε άλλη γενικότερη και ανώτερη, την υπερκείμενη
  2. (λόγιο, μεταφορικά) αλληλεγγύη, αλληλοβοήθεια, αλληλοϋποστήριξη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συναλληλία - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)