Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλληλοβοήθεια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αλληλοβοήθει
α
οι
αλληλοβοήθει
ες
γενική
της
αλληλοβοήθει
ας
των
αλληλοβοηθει
ών
αιτιατική
την
αλληλοβοήθει
α
τις
αλληλοβοήθει
ες
κλητική
αλληλοβοήθει
α
αλληλοβοήθει
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλληλοβοήθεια
<
αλληλο-
+
βοήθεια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αλληλοβοήθεια
θηλυκό
η
αμοιβαία
βοήθεια
, η
βοήθεια
του καθενός προς τους άλλους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλληλοβοήθεια
αγγλικά
:
mutual
help
(en)
,
mutual
aid
(en)
γαλλικά
:
entraide
(fr)