Δείτε επίσης: ἀλληλο-

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλληλο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀλληλο- < αντωνυμία ἀλλήλ(ων), ἀλλήλ(ους) + -ο- [1]

  Πρόθημα επεξεργασία

αλληλο- (και αλληλ-, όταν το δεύτερο συνθετικό αρχίζει από φωνήεν)

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία