αλληλοπαθητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αλληλοπαθητικός < αλληλοπαθής + -τικός ((βοτανική): (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική allelopathic[1])
Επίθετο
επεξεργασίααλληλοπαθητικός
- (γραμματική) που εκφράζει / δηλώνει αλληλοπάθεια
- άλλες μορφές: αλληλοπαθής
- (βοτανική) που έχει σχέση με την αλληλοπάθεια ή αναφέρεται σ’ αυτή
- άλλες μορφές: αλληλοπαθής
Μεταφράσεις
επεξεργασία γραμματική
|
βοτανική
- ↑ αλληλοπαθητικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)