πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλληλοπάθεια οι αλληλοπάθειες
      γενική της αλληλοπάθειας των αλληλοπαθειών
    αιτιατική την αλληλοπάθεια τις αλληλοπάθειες
     κλητική αλληλοπάθεια αλληλοπάθειες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.li.loˈpa.θi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλληλοπάθεια

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αλληλοπάθεια θηλυκό

  1. (γραμματική) κοινή / αμοιβαία ενέργεια ορισμένων υποκειμένων, που περνά / μεταβαίνει από το ένα στο άλλο και εκφράζεται με τα αλληλοπαθή ρήματα ή αντωνυμίες
  2. (χημεία) αμοιβαία αλληλεπίδραση
  3. (βοτανική) η απελευθέρωση από ένα φυτό μιας τοξίνης για την καταστολή της ανάπτυξης γειτονικών ανταγωνιστικών φυτών

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1 2 αλληλοπάθεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 1 2 3 4 αλληλοπάθεια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)