καταστολή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταστολή < αρχαία ελληνική καταστολή < καταστέλλω < κατά + στέλλω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ta.stoˈli/
Ουσιαστικό επεξεργασία
καταστολή θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καταστέλλω
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
καταστολή