↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τοξίνη οι τοξίνες
      γενική της τοξίνης των τοξινών
    αιτιατική την τοξίνη τις τοξίνες
     κλητική τοξίνη τοξίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τοξίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική toxine < toxique < λατινική toxicum < αρχαία ελληνική τοξικόν, ουδέτερο του τοξικός < τόξον
Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον οργανικό χημικό Λούντβιχ Μπρίγκε: 1849–1919

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /toˈksi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: το‐ξί‐νη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τοξίνη θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία