ανατοξίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανατοξίνη < ανα- + τοξίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική toxine < toxique < λατινικά toxicum < αρχαία ελληνική τοξικόν, ουδέτερο του τοξικός < τόξον + -ίνη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανατοξίνη θηλυκό
- (ιατρική, φαρμακευτική) βακτηριακή τοξίνη, (ή εξωτοξίνη), με πολύ περιορισμένη τοξικότητα που συμβάλλει στην παραγωγή αντισωμάτων και στην εμφάνιση ανοσίας σε ορισμένες ασθένειες και χρησιμοποιείται κυρίως στα εμβόλια