Ετυμολογία

επεξεργασία

toxique < λατινική toxicus < toxicum

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɔ.ksik/

  Επίθετο

επεξεργασία

toxique (fr)

  1. τοξικός
  2. επιβλαβής

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
toxique toxiques

toxique (fr) αρσενικό

  1. η τοξική ουσία