Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βακτηριακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βακτηριακ
ός
η
βακτηριακ
ή
το
βακτηριακ
ό
γενική
του
βακτηριακ
ού
της
βακτηριακ
ής
του
βακτηριακ
ού
αιτιατική
τον
βακτηριακ
ό
τη
βακτηριακ
ή
το
βακτηριακ
ό
κλητική
βακτηριακ
έ
βακτηριακ
ή
βακτηριακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βακτηριακ
οί
οι
βακτηριακ
ές
τα
βακτηριακ
ά
γενική
των
βακτηριακ
ών
των
βακτηριακ
ών
των
βακτηριακ
ών
αιτιατική
τους
βακτηριακ
ούς
τις
βακτηριακ
ές
τα
βακτηριακ
ά
κλητική
βακτηριακ
οί
βακτηριακ
ές
βακτηριακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βακτηριακός
<
βακτήριο
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
βακτηριακός
που αφορά τα
βακτήρια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βακτηριακός
αγγλικά
:
bacterial
(en)
γαλλικά
:
bactérien
(fr)