αποτοξίνωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποτοξίνωση | οι | αποτοξινώσεις |
γενική | της | αποτοξίνωσης* | των | αποτοξινώσεων |
αιτιατική | την | αποτοξίνωση | τις | αποτοξινώσεις |
κλητική | αποτοξίνωση | αποτοξινώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποτοξινώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποτοξίνωση < απο- + τοξίνωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική detoxification)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποτοξίνωση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποτοξινώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποτοξίνωση