↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υποκείμενος η υποκείμενη το υποκείμενο
      γενική του υποκείμενου της υποκείμενης του υποκείμενου
    αιτιατική τον υποκείμενο την υποκείμενη το υποκείμενο
     κλητική υποκείμενε υποκείμενη υποκείμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υποκείμενοι οι υποκείμενες τα υποκείμενα
      γενική των υποκείμενων των υποκείμενων των υποκείμενων
    αιτιατική τους υποκείμενους τις υποκείμενες τα υποκείμενα
     κλητική υποκείμενοι υποκείμενες υποκείμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υποκείμενος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υπόκειμαι

υποκείμενος, -η, -ο

  1. που υπόκειται σε κάτι, που βρίσκεται σε θέση τέτοια ώστε να επηρεαστεί από κάτι
    όλα τα υλικά αντικείμενα είναι υποκείμενα στη φθορά
  2. που βρίσκεται από κάτω, σε μεγαλύτερο βάθος
    Oι αρχαιολόγοι αποχωρίζουν τις αποθέσεις αυτές από το υπόλοιπο στρώμα στο οποίο βρέθηκαν ή από το αμέσως υπερκείμενο ή υποκείμενο στρώμα (από το λήμμα Στρωματογραφία της Βικιπαίδειας)
     αντώνυμα: υπερκείμενος
  3. (μεταφορικά) που δεν είναι άμεσα ορατός ή δεν εκδηλώνεται ολοφάνερα
    τα υποκείμενα συναισθήματα
    υποκείμενο νόσημα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία