υποκειμενικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- υποκειμενικά < υποκειμενικ(ός) + -ά
Επίρρημα
επεξεργασία
υποκειμενικά (τροπικό επίρρημα)
- από υποκειμενική άποψη, προσωπικά, ατομικά, σύμφωνα με την ατομική κρίση
- άλλες μορφές: υποκειμενικώς (λόγιο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υποκειμενικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
υποκειμενικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του υποκειμενικός