υπόκειμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπόκειμαι < αρχαία ελληνική ὑπόκειμαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /iˈpo.ci.me/
Ρήμα
επεξεργασίαυπόκειμαι
- βρίσκομαι κάτω από κάτι
- καθορίζομαι από κάποιον / κάτι σε σχέση εξάρτησης με την εξουσία / δικαιοδοσία / αρμοδιότητά του
- οι υπάλληλοι υπόκεινται στον έλεγχο των διευθυντών τους
- επιδέχομαι, μπορώ να υποστώ κάτι
- η περίπτωση αυτή υπόκειται σε αξιόλογηση
- (ειδικότερα) αποτελώ υποθετική βάση συλλογισμού ή επιχειρήματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπόκειμαι
|