sujet
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
Ουσιαστικό 1Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
sujet | sujets |
sujet (fr) αρσενικό
- το θέμα
- (γραμματική) το υποκείμενο
Ουσιαστικό 2Επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sujet | sujets |
θηλυκό | sujette | sujettes |
sujet (fr)
- ο υπήκοος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sujet | sujets |
θηλυκό | sujette | sujettes |
sujet (fr)
- (νομική) που υποτάσσεται σε κάποια υποχρέωση, που υποχρεούται να
- επιρρεπής, που υπόκειται σε, που πάσχει συχνά από κάτι
- il est sujet à des migraines - πάσχει συχνά από ημικρανίες