sujet
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
sujet | sujets |
sujet (fr) αρσενικό
- το θέμα
- (γραμματική) το υποκείμενο
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sujet | sujets |
θηλυκό | sujette | sujettes |
sujet (fr)
- ο υπήκοος
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | sujet | sujets |
θηλυκό | sujette | sujettes |
sujet (fr)
- (νομικός όρος) που υποτάσσεται σε κάποια υποχρέωση, που υποχρεούται να
- επιρρεπής, που υπόκειται σε, που πάσχει συχνά από κάτι
- il est sujet à des migraines - πάσχει συχνά από ημικρανίες