• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

sujet

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ουσιαστικό 1
    • 1.3 Ουσιαστικό 2
    • 1.4 Επίθετο
      • 1.4.1 Συγγενικές λέξεις

Γαλλικά (fr) Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

sujet (βοήθεια·αρχείο)

  Ουσιαστικό 1Επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
sujet sujets

sujet (fr) αρσενικό

  1. το θέμα
  2. (γραμματική) το υποκείμενο

  Ουσιαστικό 2Επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sujet sujets
θηλυκό sujette sujettes

sujet (fr)

  • ο υπήκοος

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sujet sujets
θηλυκό sujette sujettes

sujet (fr)

  1. (νομική) που υποτάσσεται σε κάποια υποχρέωση, που υποχρεούται να
  2. επιρρεπής, που υπόκειται σε, που πάσχει συχνά από κάτι
    il est sujet à des migraines - πάσχει συχνά από ημικρανίες

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • sujétion
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=sujet&oldid=4826195"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Αυγούστου 2020, στις 14:22

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Αυγούστου 2020, στις 14:22.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie