υπήκοος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | υπήκοος | οι | υπήκοοι |
γενική | του/της του |
υπηκόου υπήκοου |
των | υπηκόων |
αιτιατική | τον/την | υπήκοο | τους/τις τους |
υπηκόους υπήκοους |
κλητική | υπήκοε | υπήκοοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υπήκοος αρσενικό ή θηλυκό
- πρόσωπο που έχει την υπηκοότητα ενός κράτους, ο πολίτης ενός κράτους
- ο υποκείμενος στην εξουσία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
που έχει υπηκοότητα (αρσενικό)
|
που έχει υπηκοότητα (θηλυκό)
|
|
υποκείμενος (θηλυκό)