citizen
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
citizen | citizens |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcitizen (en)
- πολίτης, αυτός που έχει πολιτικά δικαιώματα
- ⮡ The dictatorial regime arrested and imprisoned many citizens.
- Το δικτατορικό καθεστώς συνέλαβε και φυλάκισε πολλούς πολίτες.
- ⮡ The dictatorial regime arrested and imprisoned many citizens.