Ουσιαστικό

επεξεργασία

ciudadano (es) αρσενικό θηλυκό ciudadana

  1. ο υπήκοος μιας χώρας
  2. ο αστός (κάτοικος πόλης)

  Επίθετο

επεξεργασία

ciudadano (es) αρσενικό θηλυκό ciudadana