ιθαγένεια
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ιθαγένεια < ιθαγενής + -εια < αρχαία ελληνική ἰθαγενής / ἰθαιγενής (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική indigénat
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.θaˈʝe.ni.a/
Ουσιαστικό
ιθαγένεια θηλυκό
- (νομικός όρος) συνώνυμο του υπηκοότητα
Μεταφράσεις
ιθαγένεια
|