Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

obywatel (pl) αρσενικό

  • ο πολίτης, αυτός που έχει την υπηκοότητα μιας χώρας, που έχει πολιτικά δικαιώματα

Συγγενικά

επεξεργασία