Επίθετο

επεξεργασία
ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό cittadino cittadini
θηλυκό cittadina cittadine

cittadina (it) θηλυκό, αρσενικό cittadino

  1. αστική, αστή, σχετική με μία πόλη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cittadina (it) θηλυκό, αρσενικό cittadino

  1. η υπήκοος μιας χώρας, η πολίτης
  2. η κάτοικος της πόλης
  3. η κωμόπολη