↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κωμόπολη οι κωμοπόλεις
      γενική της κωμόπολης* των κωμοπόλεων
    αιτιατική την κωμόπολη τις κωμοπόλεις
     κλητική κωμόπολη κωμοπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κωμοπόλεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κωμόπολη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κωμόπολ(ις) + .[1] Συγχρονικά αναλύεται σε κώμ(η) + -ό- + πόλη

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /koˈmo.po.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κω‐μό‐πο‐λη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κωμόπολη θηλυκό

  • (γεωγραφία) κατοικημένη περιοχή μεγαλύτερη από το χωριό και μικρότερη από την πόλη (συνήθως κυμαίνεται μεταξύ δύο και δέκα χιλιάδων κατοίκων)
    ⮡  το Κιάτο είναι κωμόπολη στο νομό Κορινθίας

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία