ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κωμόπολῐς αἱ κωμοπόλεις
      γενική τῆς κωμοπόλεως τῶν κωμοπόλεων
      δοτική τῇ κωμοπόλει ταῖς κωμοπόλεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κωμόπολῐν τὰς κωμοπόλεις
     κλητική ! κωμόπολῐ κωμοπόλεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κωμοπόλει
γεν-δοτ τοῖν  κωμοπολέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κωμόπολις, -εως θηλυκό