κωμόπολις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κωμόπολῐς | αἱ | κωμοπόλεις | ||||
γενική | τῆς | κωμοπόλεως | τῶν | κωμοπόλεων | ||||
δοτική | τῇ | κωμοπόλει | ταῖς | κωμοπόλεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κωμόπολῐν | τὰς | κωμοπόλεις | ||||
κλητική ὦ! | κωμόπολῐ | κωμοπόλεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κωμοπόλει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κωμοπολέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κωμόπολις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κώμ(η) + -ό- + πόλις
Ουσιαστικό
επεξεργασίακωμόπολις, -εως θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) μικρή πόλη, κωμόπολη
Πηγές
επεξεργασία- κωμόπολις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κωμόπολις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.