δικαιοδοσία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δικαιοδοσία < ελληνιστική κοινή δικαιοδοσία < αρχαία ελληνική δίκαιος + δίδωμι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δικαιοδοσία θηλυκό
- (νομικός όρος) η εξουσία των δικαστηρίων στη λύση διαφορών κατά την κείμενη νομοθεσία και την τιμωρία των αξιόποινων πράξεων
- η εξουσία που δίνεται σε κάποιον με νόμο, με εντολή ανωτέρου κλπ., να ενεργεί ή να κρίνει σε καθορισμένα όρια
Επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις δικαιοδοτώ, δίκαιος, δίκη και δίνω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
δικαιοδοσία