υπερκειμενικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαυπερκειμενικά
- (πληροφορική) που γίνεται με τρόπο υπερκειμενικό, δυναμικό, με υπερσυνδέσμους
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαυπερκειμενικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του υπερκειμενικός