ἄγκυρα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἄγκυρᾰ | αἱ | ἄγκυραι |
γενική | τῆς | ἀγκύρᾱς | τῶν | ἀγκυρῶν |
δοτική | τῇ | ἀγκύρᾳ | ταῖς | ἀγκύραις |
αιτιατική | τὴν | ἄγκυρᾰν | τὰς | ἀγκύρᾱς |
κλητική ὦ! | ἄγκυρᾰ | ἄγκυραι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγκύρᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀγκύραιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἄγκυρα < θέμα ἀγκ-' < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂enk- (κάμπτω) + επίθημα -υρ- + λητικό -*jα. Ομόρριζα, ἀγκάλη, ἀγκών, κ.ά. [1] O Beekes[2] υποστηρίζει ότι η κατάληξη -ῡρα είναι προελληνική (όπως γέφυρα, γόργυρα, και όχι -ur-ja (-υρ-jα).
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἄγκυρα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) η άγκυρα
Συγγενικά
επεξεργασία- ἀγκύριον
- ἄγκυρις
- ἀγκυρίτης
- ἀγκυρωτός
- Λέξεις ἀγκυρ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- ἄγκυρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄγκυρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.