Δείτε επίσης: Ἀγκών
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀγκών οἱ ἀγκῶνες
      γενική τοῦ ἀγκῶνος τῶν ἀγκώνων
      δοτική τῷ ἀγκῶν τοῖς ἀγκῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἀγκῶν τοὺς ἀγκῶνᾰς
     κλητική ! ἀγκών ἀγκῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγκῶνε
γεν-δοτ τοῖν  ἀγκώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγκών, ήδη ομηρικό < θέμα ἀγκ- + -ών < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂enk- (κάμπτω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀγκών, -ῶνος αρσενικό

  1. (ανατομία) αγκώνας
  2. γωνία, καμπή
  3. είδος αγγείου
  4. (μουσική) τα κυρτά κέρατα της κιθάρας

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε  Κατηγορία:Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂enk- (αρχαία ελληνικά)