πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κιθάρα οι κιθάρες
      γενική της κιθάρας των κιθαρών
    αιτιατική την κιθάρα τις κιθάρες
     κλητική κιθάρα κιθάρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κιθάρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κιθάρα (μουσικό όργανο με σχήμα λύρας), με αλλαγή σημασίας ως σημασιολογικό δάνειο από την ιταλική chitarra[1]
Μια κλασική κιθάρα.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κιθάρα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κῐθάρ-α
ονομαστική κιθάρ αἱ κιθάραι
      γενική τῆς κιθάρᾱς τῶν κιθαρῶν
      δοτική τῇ κιθάρ ταῖς κιθάραις
    αιτιατική τὴν κιθάρᾱν τὰς κιθάρᾱς
     κλητική ! κιθάρ κιθάραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κιθάρ
γεν-δοτ τοῖν  κιθάραιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κιθάρα <
πιθανόν δάνειο προελληνικής προέλευσης [1]
πιθανόν δάνειο ανατολικής προέλευσης [2]
Ο Απόλλωνας με κιθάρα.
Ερυθρόμορφο αττικό αγγείο.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.