κιθάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κιθάρα | οι | κιθάρες |
γενική | της | κιθάρας | των | κιθαρών |
αιτιατική | την | κιθάρα | τις | κιθάρες |
κλητική | κιθάρα | κιθάρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κιθάρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κιθάρα (μουσικό όργανο με σχήμα λύρας), με αλλαγή σημασίας ως σημασιολογικό δάνειο από την ιταλική chitarra[1]

Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ciˈθa.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐θά‐ρα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κιθάρα θηλυκό
- (μουσικό όργανο) έγχορδο μουσικό όργανο, με ξύλινο ηχείο, μεγάλο βραχίονα και έξι (ή σπανιότερα, δώδεκα) χορδές, το οποίο παίζεται με τα νύχια και τα δάχτυλα
Συγγενικά
επεξεργασία- κιθαρίζω
- κιθάρισμα
- κιθαρίστας, κιθαρίστα
- κιθαριστής, κιθαρίστρια
- κιθαριστικός
- κιθαρίτσα (υποκοριστικό)
- κιθαρούλα (υποκοριστικό)
- κιθαρωδία
- κιθαρωδικός
- κιθαρωδός
- κιθαρωδώ
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
κιθάρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ κιθάρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κῐθάρ-α | |||||
ονομαστική | ἡ | κιθάρᾱ | αἱ | κιθάραι | |
γενική | τῆς | κιθάρᾱς | τῶν | κιθαρῶν | |
δοτική | τῇ | κιθάρᾳ | ταῖς | κιθάραις | |
αιτιατική | τὴν | κιθάρᾱν | τὰς | κιθάρᾱς | |
κλητική ὦ! | κιθάρᾱ | κιθάραι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κιθάρᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | κιθάραιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κιθάρα <
- πιθανόν δάνειο προελληνικής προέλευσης [1]
- πιθανόν δάνειο ανατολικής προέλευσης [2]

Ερυθρόμορφο αττικό αγγείο.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κιθάρα θηλυκό
- (μουσικό όργανο) έγχορδο όργανο μεγαλύτερο από τη λύρα
- άλλες μορφές: κίθαρις
- συνώνυμο του κίθαρος θώραξ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ἀκίθαρις
- ἐγκιθαρίζω
- ἐπικιθάρισμα
- κιθαραοιδός
- κιθάρη
- κιθαρηφόρος
- κιθαριζόμενον
- κιθαρίζω
- κιθάριον
- κίθαρις
- κιθάρισις
- κιθάρισμα
- κιθαρισμός
- κιθαριστέον
- κιθαριστήριος
- κιθαριστής
- κιθαριστική
- κιθαριστικός
- κιθαριστικῶς
- κιθαρίστρια
- κιθαριστρίς
- κιθαριστύς
- κίθαρος
- κιθαρῳδέω, κιθαρῳδῶ
- κιθαρῴδησις
- κιθαρῳδία
- κιθαρῳδικός
- κιθαρῳδός
- προκιθάρισμα
- προσκιθαρίζω
- ὑποκιθαρίζω
- φιλοκιθαριστής
- χοροκιθαρεύς
- χοροκιθαριστής
- χοροκιθαρίζω
- χρυσοκίθαρις
- ψιλοκιθαριστής
Απόγονοι
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία
- κιθάρα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κιθάρα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.