φόρμιγξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
φορμιγγ- | |||||
ονομαστική | ὁ | φόρμιγξ | οἱ | φόρμιγγες | |
γενική | τοῦ | φόρμιγγος | τῶν | φορμίγγων | |
δοτική | τῷ | φόρμιγγῐ | τοῖς | φόρμιγξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | φόρμιγγᾰ | τοὺς | φόρμιγγᾰς | |
κλητική ὦ! | φόρμιγξ | φόρμιγγες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φόρμιγγε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | φορμίγγοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φάλαγξ' όπως «φάλαγξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φόρμιγξ, ήδη ομηρικό < θέμα φορμ- + -ιγξ, πιθανό μεσογειακής προέλευσης ή προέλευσης από γλώσσες της Ανατολίας [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφόρμιγξ θηλυκό
- (μουσικό όργανο) η φόρμιγγα, είδος λύρας, όργανο του Απόλλωνα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 603
- φόρμιγγος περικαλλέος ἣν ἔχʼ Ἀπόλλων
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 603
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- φόρμιγξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φόρμιγξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.