↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φορμιγγ-
ονομαστική φόρμιγξ οἱ φόρμιγγες
      γενική τοῦ φόρμιγγος τῶν φορμίγγων
      δοτική τῷ φόρμιγγ τοῖς φόρμιγξ(ν)
    αιτιατική τὸν φόρμιγγ τοὺς φόρμιγγᾰς
     κλητική ! φόρμιγξ φόρμιγγες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φόρμιγγε
γεν-δοτ τοῖν  φορμίγγοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φάλαγξ' όπως «φάλαγξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Φόρμιγγα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φόρμιγξ, ήδη ομηρικό < θέμα φορμ- + -ιγξ, πιθανό μεσογειακής προέλευσης ή προέλευσης από γλώσσες της Ανατολίας [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φόρμιγξ θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.