φόρμιγγα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φόρμιγγα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φόρμιγξ, από την αιτιατική ενικού «τὴν φόρμιγγα» < άγνωστης ετυμολογίας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈfoɾ.miŋ.ɡa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φόρ‐μιγ‐γα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφόρμιγγα θηλυκό
- (μουσικό όργανο) αρχαίο έγχορδο μουσικό όργανο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φόρμιγγα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαφόρμιγγα θηλυκό