Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κιθαρίστρια οι κιθαρίστριες
      γενική της κιθαρίστριας των κιθαριστριών
    αιτιατική την κιθαρίστρια τις κιθαρίστριες
     κλητική κιθαρίστρια κιθαρίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιθαρίστρια < κιθαρισ(τής) + -τρια. Δείτε και την αρχαία ελληνική κιθαρίστρια

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ci.θaˈɾi.stɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κι‐θα‐ρί‐στρι‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κιθαρίστρια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κιθαριστής

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κῐθᾰριστρια-
ονομαστική κιθαρίστρι αἱ κιθαρίστριαι
      γενική τῆς κιθαριστρίᾱς τῶν κιθαριστριῶν
      δοτική τῇ κιθαριστρί ταῖς κιθαριστρίαις
    αιτιατική τὴν κιθαρίστριᾰν τὰς κιθαριστρίᾱς
     κλητική ! κιθαρίστρι κιθαρίστριαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κιθαριστρί
γεν-δοτ τοῖν  κιθαριστρίαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιθαρίστρια < κιθαριστής|κιθαρισ(τής)}} + -τρια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κιθαρίστρια θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία