Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κιθαρίστας οι κιθαρίστες
      γενική του κιθαρίστα των κιθαριστών
    αιτιατική τον κιθαρίστα τους κιθαρίστες
     κλητική κιθαρίστα κιθαρίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιθαρίστας < κιθάρ(α) + -ίστας. Συγκρίνετε με το κιθαριστής.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ci.θaˈɾi.stas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κι‐θα‐ρί‐στας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κιθαρίστας αρσενικό (θηλυκό κιθαρίστα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία