κιθαρισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κιθαρισμός < ελληνιστική κοινή κιθαρισμός < αρχαία ελληνική κιθαρίζω < κίθαρις
Ουσιαστικό
επεξεργασίακιθαρισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κιθαρίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κιθαρισμός
|