βάρβιτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βάρβιτος | οι | βάρβιτοι |
γενική | της | βάρβιτου & βαρβίτου |
των | βάρβιτων & βαρβίτων |
αιτιατική | τη | βάρβιτο | τις | βάρβιτους & βαρβίτους |
κλητική | βάρβιτε | βάρβιτοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι γενικής, αιτιατικής, είναι παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «πανσέληνος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βάρβιτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βάρβιτος (αρσενικό ή θηλυκό) < φρυγικής προέλευσης[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβάρβιτος αρσενικό ή θηλυκό
- (μουσικό όργανο) έγχορδο αρχαίο μουσικό όργανο, παραλλαγή της λύρας
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βάρβιτος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βάρβιτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .