Δείτε επίσης: κιθαρωδῳδός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κιθαρωδός οι κιθαρωδοί
      γενική του/της κιθαρωδού των κιθαρωδών
    αιτιατική τον/την κιθαρωδό τους/τις κιθαρωδούς
     κλητική κιθαρωδέ κιθαρωδοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κιθαρωδός< αρχαία ελληνική κῐθᾰρῳδός < κιθάρα + ἀείδω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ci.θa.ɾoˈðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κι‐θα‐ρω‐δός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κιθαρωδός αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κιθαρωδός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κιθαρωδός αρσενικό

  1. (επάγγελμα) κάποιος που παίζει και ταυτόχρονα τραγουδάει με την κιθάρα
  2. είδος ψαριού της Ερυθράς Θάλασσας, του οποίου το δέρμα είναι ριγωτό και θυμίζει τις χορδές της λύρας