αγκυροβολία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγκυροβολία < (μαρτυρείται από το 1835) αγκυροβολώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγκυροβολία θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγκυροβολία
|
Δείτε επίσης : αγκυροβόλια |
αγκυροβολία θηλυκό
|