λιμενίζω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
λιμενίζω
- (ελληνιστική κοινή) δημιουργώ ένα λιμάνι
Κλίση επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- λιμενίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.