Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταθεροποιούμαι < παθητική φωνή του σταθεροποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

σταθεροποιούμαι

  1. με σταθεροποιούν
  2. έρχομαι σε μια σταθερή κατάσταση, ιδίως μετά από περίοδο έντονων αρνητικών μεταβολών
  3. (για ασθενή) δε βρίσκομαι πια σε κρίσιμη κατάσταση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχω γιατρευτεί

  Μεταφράσεις επεξεργασία