σταθεροποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σταθεροποιούμαι < παθητική φωνή του σταθεροποιώ
Ρήμα
επεξεργασία
σταθεροποιούμαι
- με σταθεροποιούν
- έρχομαι σε μια σταθερή κατάσταση, ιδίως μετά από περίοδο έντονων αρνητικών μεταβολών
- (για ασθενή) δε βρίσκομαι πια σε κρίσιμη κατάσταση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχω γιατρευτεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σταθεροποιούμαι