πρόσφορος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πρόσφορος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόσφορος < προσφέφω, πρόσ- + φορ- (φέρω) + -ος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.sfo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρό‐σφο‐ρος
- παλιότερος συλλαβισμός : πρόσ‐φο‐ρος
Επίθετο
επεξεργασία
πρόσφορος, -η, -ο
- κατάλληλος, χρήσιμος για κάτι, που προσφέρεται
- ⮡ Στην Κρήτη, το κλίμα είναι πρόσφορο για την καλλιέργεια της μπανάνας.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
πρόσφορος, -ος, -ον
- χρήσιμος για κάτι, επωφελής
- κατάλληλος, που αρμόζει
- άξιος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- προσφορά
- τὰ πρόσφορα (ουδέτερο, πληθυντικός)
- προσφόρημα
Πηγές
επεξεργασία
- πρόσφορος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρόσφορος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.