Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγκυροβολέω < ἄγκυρα + βάλλω

  Ρήμα επεξεργασία

ἀγκυροβολέω - ἀγκυροβολῶ (συνηρημένο)

  • αγκυροβολώ, σταθεροποιώ ένα πλωτό μέσο ρίχνοντας άγκυρα

Συγγενικά επεξεργασία