ἀγκυροβόλιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἀγκυροβόλιον | τὰ | ἀγκυροβόλιᾰ |
γενική | τοῦ | ἀγκυροβολίου | τῶν | ἀγκυροβολίων |
δοτική | τῷ | ἀγκυροβολίῳ | τοῖς | ἀγκυροβολίοις |
αιτιατική | τὸ | ἀγκυροβόλιον | τὰ | ἀγκυροβόλιᾰ |
κλητική ὦ! | ἀγκυροβόλιον | ἀγκυροβόλιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγκυροβολίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀγκυροβολίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀγκυροβόλιον < ἀγκυροβολέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀγκυροβόλιον ουδέτερο
- τόπος στον οποίο υπάρχει η δυνατότητα να αγκυροβολήσει, πλωτό μέσο