↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλεούμενο τα πλεούμενα
      γενική του πλεούμενου των πλεούμενων
    αιτιατική το πλεούμενο τα πλεούμενα
     κλητική πλεούμενο πλεούμενα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλεούμενο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πλεούμενον.[1] πλέ(ω) + -ούμενο, ουδέτερο των μετοχών σε -ούμενος [2] κυριολεκτικά: αυτό που πλέει

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pleˈu.me.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλε‐ού‐με‐νο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πλεούμενο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. «πλέω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. πλεούμενο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας