Ετυμολογία 1

επεξεργασία
τζα < (στην παιδική γλώσσα) [1]

Επιφώνημα

επεξεργασία

τζα!

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
τζα < (άμεσο δάνειο) ιταλική già (ήδη, ναι) [2] (προφορά ˈd͡ʒa) < προέλευσης από τη λατινική  και δείτε τη λέξη  già#Italian στο αγγλικό Βικιλεξικό

Επίρρημα

επεξεργασία

τζα

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. τζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.