δα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δα < μεσαιωνική ελληνική δα < αρχαία ελληνική δή
Προφορά
επεξεργασίαΜόριο
επεξεργασίαδα
- επιτατικό της σημασίας δεικτικών αντωνυμιών ή επιρρημάτων
- Η θάλασσα μαγερεύει κάτι / Οι κάμποι αλαφροΐσκιωτοι / Παντού εξύπνησαν τ’ άστρα / Στο στήθος μου στη θάλασσα στον ουρανό / Κ’ είναι μια τόση δα κλωστή που μας ενώνει (Γιώργος Σαραντάρης, Η θάλασσα μαγερεύει κάτι)
- Κι έτσι δα τα μεγαλεία / λογοφέρνοντας ξεχνά, / κι ίσα ίσα στην πλατεία / γκρουτζανίσματα αρχινά (Αλέξανδρος Πάλλης, Γάτα και Σκύλος)
- Και τώρα δα, τ’ αράθυμο πάτημ’ αργοπορώντας, / κατά το κάστρο το μικρό πάλε κοιτά, και σφίγγει (Διονύσιος Σολωμός, Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι/σχεδίασμα Γ)
- επιτείνει άρνηση ή κατάφαση
- — Και με τα ξυράφια που ξυρίζετε τους πεθαμένους ξυρίζετε έπειτα και ζωντανούς; / — Όχι δα, όχι δα! αυτό θα ήτο απάνθρωπον, διότι θα διέτρεχον μέγαν κίνδυνον οι άνθρωποι από το νεκρικόν μόλυσμα, την πτωμαΐνην. Τα εργαλεία, με τα οποία ξυρίζονται οι νεκροί, τίθενται εις αχρηστίαν, εγκαταλείπονται μάλιστα εις τον νεκρικόν θάλαμον. (Ιωάννης Κονδυλάκης, Ο κουρεύς των νεκρών)
- βεβαιωτικό, συγκαταβατικό
- ≈ συνώνυμα: βέβαια, άλλωστε
- — Δε χρειαζότανε δα και μεγάλη φιλοσοφία! αυτό φάνηκε ξαρχής! — είπε, γελώντας περιπαιχτικά. (Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, Η κερένια κούκλα/Η)
Μεταφράσεις
επεξεργασία δα
|