επιτείνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- επιτείνω < αρχαία ελληνική ἐπιτείνω < ἐπί + τείνω
Ρήμα
επεξεργασία
επιτείνω (παθητική φωνή: επιτείνομαι)
- αυξάνω την τάση, την ένταση ή τη διάρκεια
- κάνω κάτι πιο έντονο
- ενισχύω, ενδυναμώνω
- δίνω έμφαση, τονίζω, προβάλλω
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τείνω