αμέ
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αμέ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀμέ < ἀμμέ < ἀμμή < αρχαία ελληνική ἄν μή, με αφομοίωση [nm] > [mm] και απλοποίηση του διπλού συμφώνου [mm] > [m] [1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈme/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐μέ
- τονικό παρώνυμο: άμε
ΜόριοΕπεξεργασία
αμέ
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ναι!
Επεξεργασία
- ↑ «αμέ» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.