Δείτε επίσης: ἀμέ, άμε, ἄμε

Ετυμολογία

επεξεργασία

αμέ

  1. (προφορικό, ανεπίσημο) ναι (καταφατικά, με έμφαση)
    — Θέλεις να πάμε βόλτα; —Aμέεεε!, πώς δεν θέλω!
     συνώνυμα: βεβαίως, βέβαια, ναι
  2. (σπανιότερο) αλλά
    αμέ τι νόμιζες;

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία